ἀναύχην: Difference between revisions

From LSJ

Γυνὴ τὸ σύνολόν ἐστι δαπανηρὸν φύσει → Natura fecit sumptuosas feminas → Es ist die Frau durchaus kostspielig von Natur

Menander, Monostichoi, 97
(big3_4)
(4)
Line 18: Line 18:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-ενος<br />[[sin cuello]] κόρσαι ἀναύχενες ἐβλάστησαν Emp.B 57, ὄφις ... αὐχέν' [[ἀναύχην]] Call.<i>Fr</i>.575, θήρ Gr.Naz.M.37.1559A.
|dgtxt=-ενος<br />[[sin cuello]] κόρσαι ἀναύχενες ἐβλάστησαν Emp.B 57, ὄφις ... αὐχέν' [[ἀναύχην]] Call.<i>Fr</i>.575, θήρ Gr.Naz.M.37.1559A.
}}
{{grml
|mltxt=[[ἀναύχην]], ο, η (Α) [[αυχήν]]<br />[[εκείνος]] που δεν έχει αυχένα, λαιμό.
}}
}}

Revision as of 06:20, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀναύχην Medium diacritics: ἀναύχην Low diacritics: αναύχην Capitals: ΑΝΑΥΧΗΝ
Transliteration A: anaúchēn Transliteration B: anauchēn Transliteration C: anaychin Beta Code: a)nau/xhn

English (LSJ)

ενος, ὁ, ἡ,

   A without neck or throat, Emp.57.

German (Pape)

[Seite 212] ohne Hals, Empedocl. 219.

Greek (Liddell-Scott)

ἀναύχην: -ενος, ὁ, ἡ, ἄνευ αὐχένος ἢ λαιμοῦ, ᾗ πολλῶν μὲν κόρσαι ἀναύχενες ἀβλάστησαν Ἐμπεδοκλῆς παρ’ Ἀριστ. π. Ψυχ. Γ. 6.

Spanish (DGE)

-ενος
sin cuello κόρσαι ἀναύχενες ἐβλάστησαν Emp.B 57, ὄφις ... αὐχέν' ἀναύχην Call.Fr.575, θήρ Gr.Naz.M.37.1559A.

Greek Monolingual

ἀναύχην, ο, η (Α) αυχήν
εκείνος που δεν έχει αυχένα, λαιμό.