ἀπαιτητής: Difference between revisions
From LSJ
(big3_5) |
(5) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-οῦ, ὁ<br />[[cobrador de impuestos]] ἀ. ... Ἑρμοπολ(ίτου) <i>PAmh</i>.2.72.1, σιτολόγοι ἤται (<i>sic</i>) ἀ. ... κώμης Καρανίδος <i>PN.York</i> 3.2 (IV d.C.), ἀ. σι(τικῶν) φόρων <i>POxy</i>.514.1 (II d.C.), <i>PCol</i>.137.19 (IV d.C.). | |dgtxt=-οῦ, ὁ<br />[[cobrador de impuestos]] ἀ. ... Ἑρμοπολ(ίτου) <i>PAmh</i>.2.72.1, σιτολόγοι ἤται (<i>sic</i>) ἀ. ... κώμης Καρανίδος <i>PN.York</i> 3.2 (IV d.C.), ἀ. σι(τικῶν) φόρων <i>POxy</i>.514.1 (II d.C.), <i>PCol</i>.137.19 (IV d.C.). | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ο (Α [[ἀπαιτητής]])<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που έχει [[απαίτηση]], [[αξίωση]] για [[κάτι]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[συλλέκτης]] φόρων, [[φοροεισπράκτορας]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:20, 29 September 2017
English (LSJ)
οῦ, ὁ,
A tax-gatherer, PAmh.2.72, POxy.514.1 (ii A.D.), etc.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπαιτητής: -οῦ, ὁ, φορολόγος, εἰσπράκτωρ, Γρηγ. Νύσσ. τ. 2, σ. 237Β.
Spanish (DGE)
-οῦ, ὁ
cobrador de impuestos ἀ. ... Ἑρμοπολ(ίτου) PAmh.2.72.1, σιτολόγοι ἤται (sic) ἀ. ... κώμης Καρανίδος PN.York 3.2 (IV d.C.), ἀ. σι(τικῶν) φόρων POxy.514.1 (II d.C.), PCol.137.19 (IV d.C.).
Greek Monolingual
ο (Α ἀπαιτητής)
νεοελλ.
αυτός που έχει απαίτηση, αξίωση για κάτι
αρχ.
συλλέκτης φόρων, φοροεισπράκτορας.