ἀξιότιμος: Difference between revisions

From LSJ

αὐτάρκης ἔσῃ, ἂν μάθῃς τί τὸ καλὸν κἀγαθόν ἐστι → you will be contented with your lot if you learn what the honourable and good is

Source
(big3_5)
 
(5)
Line 1: Line 1:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-ον<br />[[valioso]] προσήκει δὲ τὸ φυλάττον τοῦ κτηθέντος ἀξιοτιμότερον εἶναι X.<i>Ep</i>.2, cf. Nic.Dam.<i>Vit.Caes</i>.5, App.<i>BC</i> 3.19.
|dgtxt=-ον<br />[[valioso]] προσήκει δὲ τὸ φυλάττον τοῦ κτηθέντος ἀξιοτιμότερον εἶναι X.<i>Ep</i>.2, cf. Nic.Dam.<i>Vit.Caes</i>.5, App.<i>BC</i> 3.19.
}}
{{grml
|mltxt=-η, -ο (Α ἀξιότιμος, -ον)<br />[[εκείνος]] που του [[πρέπει]] [[τιμή]], ο [[οποίος]] έχει [[υπόληψη]] ([[προσφώνηση]]: «Αξιότιμε κύριε...»).
}}
}}

Revision as of 06:21, 29 September 2017

Spanish (DGE)

-ον
valioso προσήκει δὲ τὸ φυλάττον τοῦ κτηθέντος ἀξιοτιμότερον εἶναι X.Ep.2, cf. Nic.Dam.Vit.Caes.5, App.BC 3.19.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἀξιότιμος, -ον)
εκείνος που του πρέπει τιμή, ο οποίος έχει υπόληψη (προσφώνηση: «Αξιότιμε κύριε...»).