ἄπιχθυς: Difference between revisions
ἡδονήν, μέγιστον κακοῦ δέλεαρ → pleasure, the greatest incitement to evildoing | pleasure, a most mighty lure to evil | pleasure, the great bait to evil
(big3_5) |
(5) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-υ<br /><br /><b class="num">• Alolema(s):</b> tb. ἀπίχθυς <i>AB</i> 425<br /><b class="num">1</b> [[que no come pescado]] βάρβαροι E.<i>Fr</i>.366, cf. Ar.<i>Fr</i>.564.<br /><b class="num">2</b> subst. ὁ ἄ. [[pececillo]] Eust.1720.24. | |dgtxt=-υ<br /><br /><b class="num">• Alolema(s):</b> tb. ἀπίχθυς <i>AB</i> 425<br /><b class="num">1</b> [[que no come pescado]] βάρβαροι E.<i>Fr</i>.366, cf. Ar.<i>Fr</i>.564.<br /><b class="num">2</b> subst. ὁ ἄ. [[pececillo]] Eust.1720.24. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ἄπιχθυς]], -υ (AM) [[ιχθύς]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>το αρσ. ως ουσ.</b> μικρό, ευτελές [[ψάρι]], που δεν τρώγεται<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που δεν έχει δοκιμάσει [[ψάρι]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:21, 29 September 2017
English (LSJ)
υ,
A eating no fish, Ar.Fr.564 ( = E.Fr.366). 2 Subst., paltry little fish, Eust.1720.24.
German (Pape)
[Seite 292] υος, keine Fische essend, Ar. frg. 480, bei Poll. 6, 41 u. B. A. 425 im acc. plur. ἀπίχθυς. – Nach Eust. 1720, 23 auch ὁ παντελῶς ὀλίγος ἰχθύς?
Greek (Liddell-Scott)
ἄπιχθυς: υ, ὁ μὴ ἐσθίων ἢ ὁ μὴ φαγὼν ἰχθῦς (πρβλ. ἀπόσιτος), «ἄπιχθυς παρ’ Ἀριστοφάνει ὁ ἰχθύων ἄγευστος» Πολυδ. Ϛ΄, 41 (Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 480). 2) παρ’ Εὐστ. 1720. 24, ὡς οὐσιαστ., ὁ μὴ ἐσθιόμενος ἰχθύς, πρόστυχος, πρβλ. Α. Β. σ. 425, 3.
Spanish (DGE)
-υ
• Alolema(s): tb. ἀπίχθυς AB 425
1 que no come pescado βάρβαροι E.Fr.366, cf. Ar.Fr.564.
2 subst. ὁ ἄ. pececillo Eust.1720.24.
Greek Monolingual
ἄπιχθυς, -υ (AM) ιχθύς
μσν.
το αρσ. ως ουσ. μικρό, ευτελές ψάρι, που δεν τρώγεται
αρχ.
αυτός που δεν έχει δοκιμάσει ψάρι.