ἄπικρος: Difference between revisions
From LSJ
(big3_5) |
(5) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-ον<br />[[no amargo]] ἄπικρον ... τῷ ἤθει dulce de carácter</i> Arist.<i>VV</i> 1250<sup>a</sup>43. | |dgtxt=-ον<br />[[no amargo]] ἄπικρον ... τῷ ἤθει dulce de carácter</i> Arist.<i>VV</i> 1250<sup>a</sup>43. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἄπικρος]], -ον)<br />αυτός που δεν [[είναι]] [[πικρός]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που δεν έχει πίκρες ή βάσανα. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:22, 29 September 2017
English (LSJ)
ον,
A not bitter, τῷ ἤθει Arist.VV1250a42, cf. Ptol.Tetr.158.
German (Pape)
[Seite 291] ohne Bitterkeit, Arist. Virt. et vit. 4, 3.
Greek (Liddell-Scott)
ἄπικρος: -ον, ὁ μὴ πικρός, Ἀριστ. π. Ἀρετ. κ. Κακ. 4. 3.
Spanish (DGE)
-ον
no amargo ἄπικρον ... τῷ ἤθει dulce de carácter Arist.VV 1250a43.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ἄπικρος, -ον)
αυτός που δεν είναι πικρός
νεοελλ.
αυτός που δεν έχει πίκρες ή βάσανα.