ἀνεμφάνιστος: Difference between revisions

From LSJ

Ἱστοὶ γυναικῶν ἔργα κοὐκ ἐκκλησίαι → Muliebre telae sunt opus, non contio → Der Webstuhl ist der Frau Geschäft, nicht Politik

Menander, Monostichoi, 260
(big3_4)
(4)
Line 15: Line 15:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-ον [[sin notificación formal]] δωρεαί Iust.<i>Nou</i>.162.1.
|dgtxt=-ον [[sin notificación formal]] δωρεαί Iust.<i>Nou</i>.162.1.
}}
{{grml
|mltxt=-η, -ο (-ος, -ον)<br /><b>1.</b> αυτός που δεν έχει ή δεν [[είναι]] δυνατόν να εμφανιστεί σε φωτογραφική [[πλάκα]]<br /><b>2.</b> <b>(Νομ.)</b> όποιος έχει κλητευθεί [[αλλά]] δεν έχει εμφανιστεί ενώπιον της δικαστικής αρχής.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>αν</i>- <b>στερ.</b> <span style="color: red;">+</span> [[εμφανίζω]]. Η λ. μαρτυρείται από το 1840 στο <i>Ιταλοελληνικό Νομοτεχνικό Λεξικό</i>].
}}
}}

Revision as of 06:22, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνεμφάνιστος Medium diacritics: ἀνεμφάνιστος Low diacritics: ανεμφάνιστος Capitals: ΑΝΕΜΦΑΝΙΣΤΟΣ
Transliteration A: anemphánistos Transliteration B: anemphanistos Transliteration C: anemfanistos Beta Code: a)nemfa/nistos

English (LSJ)

ον,

   A without formal notification, δωρεαί, opp. ἐμφανεῖς, Just.Nov.162.1.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνεμφάνιστος: -ον, ὁ μὴ ἐμφανιζόμενος, Ἰουστινιαν. Νεαρὰ ΡΞΒ΄, 1.

Spanish (DGE)

-ον sin notificación formal δωρεαί Iust.Nou.162.1.

Greek Monolingual

-η, -ο (-ος, -ον)
1. αυτός που δεν έχει ή δεν είναι δυνατόν να εμφανιστεί σε φωτογραφική πλάκα
2. (Νομ.) όποιος έχει κλητευθεί αλλά δεν έχει εμφανιστεί ενώπιον της δικαστικής αρχής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αν- στερ. + εμφανίζω. Η λ. μαρτυρείται από το 1840 στο Ιταλοελληνικό Νομοτεχνικό Λεξικό].