ἀνθήλη: Difference between revisions
From LSJ
(big3_4) |
(4) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-ης, ἡ<br /><b class="num">1</b> [[penacho o cabeza del junco]] φύει τὴν ἀνθήλην Phan.37, cf. Thphr.<i>HP</i> 4.10.4, Dsc.1.85, <i>PUniv.Giss</i>.12.6, 13.4 (I d.C.).<br /><b class="num">2</b> [[ἀνθήλη]]· πώγων [ἢ περιδέρμα] Hsch. | |dgtxt=-ης, ἡ<br /><b class="num">1</b> [[penacho o cabeza del junco]] φύει τὴν ἀνθήλην Phan.37, cf. Thphr.<i>HP</i> 4.10.4, Dsc.1.85, <i>PUniv.Giss</i>.12.6, 13.4 (I d.C.).<br /><b class="num">2</b> [[ἀνθήλη]]· πώγων [ἢ περιδέρμα] Hsch. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=η (Α [[ἀνθήλη]]) [[άνθος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[είδος]] ταξιανθίας<br /><b>αρχ.</b><br />ο [[θύσανος]], η [[φούντα]] φυτού (όπως των δημητριακών ή του καλαμιού). | |||
}} | }} |
Revision as of 06:23, 29 September 2017
English (LSJ)
ἡ,
A the silky flower-tufts of the reed, Thphr.HP4.10.4, Dsc. 1.85, cj. for ἀνθίνη in Phan.Hist.25:—ἀνθήλη· πώγων, Hsch. (cf. ἀνθήλη πυρός Id.).
German (Pape)
[Seite 232] ἡ, die Blüthe, bei Diosc. ἄνθος ἐκπαππούμενον, dic Federkrone der Blüthe, dah. auch der haarige Blumenbüschel des Rohrs, Theophr.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνθήλη: ἡ, (ἀνθηλὸς ἀντὶ ἀνθηρὸς) ὁ χνουδωτὸς στάχυς, κοιν. «φοῦντα» τοῦ καλάμου, Λατ. panicula, Θεοφρ. Ἱστ. Φ. 4. 10, 4, Διοσκ. 1. 114.
Spanish (DGE)
-ης, ἡ
1 penacho o cabeza del junco φύει τὴν ἀνθήλην Phan.37, cf. Thphr.HP 4.10.4, Dsc.1.85, PUniv.Giss.12.6, 13.4 (I d.C.).
2 ἀνθήλη· πώγων [ἢ περιδέρμα] Hsch.
Greek Monolingual
η (Α ἀνθήλη) άνθος
νεοελλ.
είδος ταξιανθίας
αρχ.
ο θύσανος, η φούντα φυτού (όπως των δημητριακών ή του καλαμιού).