ἀπρόσικτος: Difference between revisions

From LSJ

τὰ μέλλοντα τοῖς γεγενημένοις τεκμαίρεσθαι → determine the future on the basis of the past

Source
(big3_6)
(6)
Line 24: Line 24:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-ον<br />[[inalcanzable]] ἀπροσίκτων δ' ἐρώτων ὀξύτεραι μανίαι Pi.<i>N</i>.11.48.
|dgtxt=-ον<br />[[inalcanzable]] ἀπροσίκτων δ' ἐρώτων ὀξύτεραι μανίαι Pi.<i>N</i>.11.48.
}}
{{grml
|mltxt=[[ἀπρόσικτος]], -ον (Α) [[προσικνούμαι]]<br />[[ανέφικτος]].
}}
}}

Revision as of 06:23, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀπρόσικτος Medium diacritics: ἀπρόσικτος Low diacritics: απρόσικτος Capitals: ΑΠΡΟΣΙΚΤΟΣ
Transliteration A: aprósiktos Transliteration B: aprosiktos Transliteration C: aprosiktos Beta Code: a)pro/siktos

English (LSJ)

ον,

   A unattainable, ἔρωτες Pi.N.11.48.

German (Pape)

[Seite 339] unerreichbar, ἔρωτες Pind. N. 11, 48.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπρόσικτος: -ον, ἀνέφικτος, ἀπροσίκτων δ’ ἐρώτων ὀξύτεραι μανίαι Πινδ. Ν. 11 ἐν τέλ.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
inabordable.
Étymologie: ἀ, προσικνέομαι.

English (Slater)

ἀπρόσικτος
   1 unattainable ἀπροσίκτων δ' ἐρώτων ὀξύτεραι μανίαι (N. 11.48)

Spanish (DGE)

-ον
inalcanzable ἀπροσίκτων δ' ἐρώτων ὀξύτεραι μανίαι Pi.N.11.48.

Greek Monolingual

ἀπρόσικτος, -ον (Α) προσικνούμαι
ανέφικτος.