βῶκος: Difference between revisions

From LSJ

πάντες ἄνθρωποι τοῦ εἰδέναι ὀρέγονται φύσει → all men naturally desire knowledge

Source
(6_14)
(7)
Line 4: Line 4:
{{ls
{{ls
|lstext='''βῶκος''': ὁ, Δωρ. ἀντὶ [[βοῦκος]], [[βουκαῖος]].
|lstext='''βῶκος''': ὁ, Δωρ. ἀντὶ [[βοῦκος]], [[βουκαῖος]].
}}
{{grml
|mltxt=[[βῶκος]], ο (<b>δωρ. τ.</b>) (Α)<br /><b>βλ.</b> <i>βούκος</i>, [[βουκαίος]].
}}
}}

Revision as of 06:25, 29 September 2017

German (Pape)

[Seite 468] dor., Theocr., = βουκολιάζω, βουκόλος u. ä.

Greek (Liddell-Scott)

βῶκος: ὁ, Δωρ. ἀντὶ βοῦκος, βουκαῖος.

Greek Monolingual

βῶκος, ο (δωρ. τ.) (Α)
βλ. βούκος, βουκαίος.