ἀμφορεαφόρος: Difference between revisions

From LSJ

τίς οὖν ἡ ταύτης περιουσίαν → what is its chance of being saved

Source
(big3_3)
(3)
Line 18: Line 18:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=(ἀμφορεᾱφόρος) -ου, ὁ [[portador de ánforas]] Eup.187, Ar.<i>Fr</i>.741D, Men.<i>Fr</i>.364, Sud.
|dgtxt=(ἀμφορεᾱφόρος) -ου, ὁ [[portador de ánforas]] Eup.187, Ar.<i>Fr</i>.741D, Men.<i>Fr</i>.364, Sud.
}}
{{grml
|mltxt=[[ἀμφορεαφόρος]], ο (ΑΜ)<br />αυτός που φέρει, που βαστάζει αμφορείς με [[νερό]], [[σταμνιά]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Σύνθετο «εκ συναρπαγής» από την αιτ. <i>ἀμφορέα</i> (αιτ. του <i>ἀμφορεὺς</i>) <span style="color: red;">+</span> -[[φόρος]] <span style="color: red;"><</span> [[φέρω]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>αρχ.</b> <i>ἀμφορεαφορῶ</i>].
}}
}}

Revision as of 06:25, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀμφορεᾱφόρος Medium diacritics: ἀμφορεαφόρος Low diacritics: αμφορεαφόρος Capitals: ΑΜΦΟΡΕΑΦΟΡΟΣ
Transliteration A: amphoreaphóros Transliteration B: amphoreaphoros Transliteration C: amforeaforos Beta Code: a)mforeafo/ros

English (LSJ)

ου, ὁ,

   A water-carrier, Eup.187, Men.431, IG2.768.

German (Pape)

[Seite 146] Wasserkrüge tragend, Poll. 7, 130; Men.

Greek (Liddell-Scott)

ἀμφορεᾱφόρος: -ον, ὁ φέρων ἀμφορέας, Μενάνδ. Ραπ. 6. - «ἀμφορεαφόρους, τοὺς μισθίους, τοὺς τὰ κεράμια φέροντας» Σουΐδ.

Spanish (DGE)

(ἀμφορεᾱφόρος) -ου, ὁ portador de ánforas Eup.187, Ar.Fr.741D, Men.Fr.364, Sud.

Greek Monolingual

ἀμφορεαφόρος, ο (ΑΜ)
αυτός που φέρει, που βαστάζει αμφορείς με νερό, σταμνιά.
[ΕΤΥΜΟΛ. Σύνθετο «εκ συναρπαγής» από την αιτ. ἀμφορέα (αιτ. του ἀμφορεὺς) + -φόρος < φέρω.
ΠΑΡ. αρχ. ἀμφορεαφορῶ].