αὐτόμορφος: Difference between revisions
From LSJ
Ἰδών τι κρυπτὸν (χρηστὸν) μηδὲν ἐκφάνῃς ὅλως → Aliquid vidisti occultum (pulchrum)? Nihil elimina → Siehst du Verborgnes (was Gutes), offenbare dich nicht ganz
(big3_7) |
(7) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-ον<br />[[moldeado por sí mismo]], e.d. [[natural]] ἐξ αὐτομόρφων λαΐνων τυκισμάτων ... [[ἄγαλμα]] E.<i>Fr</i>.125. | |dgtxt=-ον<br />[[moldeado por sí mismo]], e.d. [[natural]] ἐξ αὐτομόρφων λαΐνων τυκισμάτων ... [[ἄγαλμα]] E.<i>Fr</i>.125. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-η, -ο (Α [[αὐτόμορφος]], -ον)<br />αυτός που έχει δική του [[μορφή]], που δεν μοιάζει με άλλον<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που πήρε [[μόνος]] του [[μορφή]], [[φυσικός]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:26, 29 September 2017
English (LSJ)
ον,
A self-formed, natural, E.Fr.125.
Greek (Liddell-Scott)
αὐτόμορφος: -ον, αὐτοσχημάτιστος, φυσικός, Εὐρ. Ἀποσπ. 124.
Spanish (DGE)
-ον
moldeado por sí mismo, e.d. natural ἐξ αὐτομόρφων λαΐνων τυκισμάτων ... ἄγαλμα E.Fr.125.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α αὐτόμορφος, -ον)
αυτός που έχει δική του μορφή, που δεν μοιάζει με άλλον
αρχ.
αυτός που πήρε μόνος του μορφή, φυσικός.