ἀπαράθραυστος: Difference between revisions

From LSJ

ἅλμην πιόντες ἐξαπῆλθον τοῦ βίου → they drank seawater and departed from life

Source
(big3_5)
(5)
Line 18: Line 18:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-ον<br /><b class="num">1</b> [[ininterrumpido]] μεταβολή Dam.<i>in Phlb</i>.191.<br /><b class="num">2</b> [[inconmovible]] πίστις Ath.Al.M.28.1585A, κανών <i>Tz.Comm</i>.Ar.1.169.19, cf. Eustr.<i>in EN</i> 297.26.
|dgtxt=-ον<br /><b class="num">1</b> [[ininterrumpido]] μεταβολή Dam.<i>in Phlb</i>.191.<br /><b class="num">2</b> [[inconmovible]] πίστις Ath.Al.M.28.1585A, κανών <i>Tz.Comm</i>.Ar.1.169.19, cf. Eustr.<i>in EN</i> 297.26.
}}
{{grml
|mltxt=[[ἀπαράθραυστος]], -ον (AM)<br />αυτός που δεν μπορεί να σπάσει, ο [[ασάλευτος]] («τὴν πίστιν ἀπαράθραυστον ἔχοντες»).
}}
}}

Revision as of 06:26, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀπαράθραυστος Medium diacritics: ἀπαράθραυστος Low diacritics: απαράθραυστος Capitals: ΑΠΑΡΑΘΡΑΥΣΤΟΣ
Transliteration A: aparáthraustos Transliteration B: aparathraustos Transliteration C: aparathrafstos Beta Code: a)para/qraustos

English (LSJ)

ον,

   A unshaken, not to be shaken, Olymp.in Phlb.p.274S., Eustr.in EN297.26.

German (Pape)

[Seite 279] nicht abgebrochen, Eustrat. zu Nicom. 1, 5 a.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπαράθραυστος: -ον, ὁ μὴ θραυόμενος, ἀδιάσειστος, ἀσάλευτος, τὴν πίστην συντηρήσειν ἀπαράθραυστον Ἀθαν. τ. 2. σ. 229D.

Spanish (DGE)

-ον
1 ininterrumpido μεταβολή Dam.in Phlb.191.
2 inconmovible πίστις Ath.Al.M.28.1585A, κανών Tz.Comm.Ar.1.169.19, cf. Eustr.in EN 297.26.

Greek Monolingual

ἀπαράθραυστος, -ον (AM)
αυτός που δεν μπορεί να σπάσει, ο ασάλευτος («τὴν πίστιν ἀπαράθραυστον ἔχοντες»).