γυπάετος: Difference between revisions

From LSJ

τὸν νέον τίνα οἴει καρδίαν ἴσχειν → what do you think are his feelings

Source
(6_15)
 
(8)
 
Line 1: Line 1:
{{ls
{{ls
|lstext='''γυπάετος''': ὁ, ἴδε ἐν λ. [[ὑπάετος]].
|lstext='''γυπάετος''': ὁ, ἴδε ἐν λ. [[ὑπάετος]].
}}
{{grml
|mltxt=ο (Α [[γυπάετος]])<br />ημερόβιο ιερακόμορφο αρπακτικό με [[εμφάνιση]] αετού και συνήθειες γύπα, εφόσον τρέφεται με θνησιμαία.
}}
}}

Latest revision as of 06:26, 29 September 2017

Greek (Liddell-Scott)

γυπάετος: ὁ, ἴδε ἐν λ. ὑπάετος.

Greek Monolingual

ο (Α γυπάετος)
ημερόβιο ιερακόμορφο αρπακτικό με εμφάνιση αετού και συνήθειες γύπα, εφόσον τρέφεται με θνησιμαία.