διχαστήρ: Difference between revisions
From LSJ
νέῳ δὲ σιγᾶν μᾶλλον ἢ λαλεῖν πρέπει → it's fitting for a young man to keep silence rather than to speak (Menander)
(big3_12) |
(9) |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-ῆρος, ὁ<br />[[incisivo]] ὀδόντες Poll.2.91, οἱ [[ἔμπροσθεν]] ὀδόντες διχαστῆρες οἱ καὶ τομεῖς <i>Anecd.Erm</i>.287. | |dgtxt=-ῆρος, ὁ<br />[[incisivo]] ὀδόντες Poll.2.91, οἱ [[ἔμπροσθεν]] ὀδόντες διχαστῆρες οἱ καὶ τομεῖς <i>Anecd.Erm</i>.287. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[διχαστήρ]], ο (Α) [[διχάζω]]<br /><b>φρ.</b> «[[διχαστῆρες]] ὀδόντες» — οι κοπτήρες. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 06:27, 29 September 2017
Spanish (DGE)
-ῆρος, ὁ
incisivo ὀδόντες Poll.2.91, οἱ ἔμπροσθεν ὀδόντες διχαστῆρες οἱ καὶ τομεῖς Anecd.Erm.287.
Greek Monolingual
διχαστήρ, ο (Α) διχάζω
φρ. «διχαστῆρες ὀδόντες» — οι κοπτήρες.