δονακεύομαι: Difference between revisions
From LSJ
Menander, Monostichoi, 501
(6_5) |
(9) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''δονακεύομαι''': ἀποθ., [[συλλαμβάνω]] (πτηνὰ) δι' ἰξωμένων καλάμων, μὲ ἰξόβεργα, Ἀνθ. Π. 9. 264. | |lstext='''δονακεύομαι''': ἀποθ., [[συλλαμβάνω]] (πτηνὰ) δι' ἰξωμένων καλάμων, μὲ ἰξόβεργα, Ἀνθ. Π. 9. 264. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[δονακεύομαι]] (Α)<br />[[πιάνω]] πουλιά με [[ξόβεργα]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:27, 29 September 2017
English (LSJ)
A fowl with reed and birdlime, AP9.264 (Apollonid. or Phil.).
German (Pape)
[Seite 656] ion. u. ep. δουν., mit Rohr, d. i. Leimruthen fangen, Apollonds. 25 (IX, 264).
Greek (Liddell-Scott)
δονακεύομαι: ἀποθ., συλλαμβάνω (πτηνὰ) δι' ἰξωμένων καλάμων, μὲ ἰξόβεργα, Ἀνθ. Π. 9. 264.
Greek Monolingual
δονακεύομαι (Α)
πιάνω πουλιά με ξόβεργα.