ἔκλειγμα: Difference between revisions
From LSJ
Σοφία δὲ πλούτου κτῆμα τιμιώτερον → Pretiosior res opipus est sapientia → Die Weisheit ist mehr wert als Säcke voller Geld
(big3_13) |
(10) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-ματος, τό<br /><br /><b class="num">• Grafía:</b> graf. ἔλλιγ- Aët.1.138, 8.74<br />[[electuario]], especie de [[jarabe]] Dsc.2.158, Plin.<i>HN</i> 20.161, Archig. en Orib.8.2.27, Aret.<i>CA</i> 1.5.5, Sor.2.22.4, Gal.11.873, Marcell.Emp.16.61. | |dgtxt=-ματος, τό<br /><br /><b class="num">• Grafía:</b> graf. ἔλλιγ- Aët.1.138, 8.74<br />[[electuario]], especie de [[jarabe]] Dsc.2.158, Plin.<i>HN</i> 20.161, Archig. en Orib.8.2.27, Aret.<i>CA</i> 1.5.5, Sor.2.22.4, Gal.11.873, Marcell.Emp.16.61. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=το (AM [[ἔκλειγμα]])<br />[[φάρμακο]] με πολτώδη [[σύσταση]] (με [[μέλι]] στα συστατικά του) το οποίο γλείφει και καταπίνει ο [[ασθενής]], το [[μαντζούνι]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:28, 29 September 2017
English (LSJ)
ατος, τό,
A medicine that melts in the mouth, lozenge or jujube, Aret.CA1.5, Dsc.2.158 (pl.), Archig. ap. Orib.8.2.27, Sor.1.123.
German (Pape)
[Seite 766] τό, u. ἐκλεικτόν, τό, eine Arznei, die man aufleckt, im Munde zergehen läßt, Medic.
Spanish (DGE)
-ματος, τό
• Grafía: graf. ἔλλιγ- Aët.1.138, 8.74
electuario, especie de jarabe Dsc.2.158, Plin.HN 20.161, Archig. en Orib.8.2.27, Aret.CA 1.5.5, Sor.2.22.4, Gal.11.873, Marcell.Emp.16.61.
Greek Monolingual
το (AM ἔκλειγμα)
φάρμακο με πολτώδη σύσταση (με μέλι στα συστατικά του) το οποίο γλείφει και καταπίνει ο ασθενής, το μαντζούνι.