ψιλάνθρωπος: Difference between revisions

From LSJ

τοῦ δὲ πολέμου οἱ καιροὶ οὐ μενετοί → in war, opportunities won't wait | the chances of war will not wait (Thucydides 1.142.2)

Source
(6_19)
 
(47c)
 
Line 1: Line 1:
{{ls
{{ls
|lstext='''ψῑλάνθρωπος''': -ον, ψιλὸς [[ἄνθρωπος]], μόνον [[ἄνθρωπος]], ἀντίθετον τῷ [[θεάνθρωπος]], οὐ ψιλάνθρωπα εἶχε τὰ ἀνθρώπινα, ἀλλὰ θεάνθρωπα Ἀναστ. Σιναΐτ. Ὁδηγ. σ. 242, 28.
|lstext='''ψῑλάνθρωπος''': -ον, ψιλὸς [[ἄνθρωπος]], μόνον [[ἄνθρωπος]], ἀντίθετον τῷ [[θεάνθρωπος]], οὐ ψιλάνθρωπα εἶχε τὰ ἀνθρώπινα, ἀλλὰ θεάνθρωπα Ἀναστ. Σιναΐτ. Ὁδηγ. σ. 242, 28.
}}
{{grml
|mltxt=-ον, Μ<br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται, [[απλώς]], σε άνθρωπο, θεωρούμενο [[χωρίς]] [[καμιά]] [[άλλη]] [[ιδιότητα]] («οὐ ψιλάνθρωπα εἶχε τὰ ἀνθρώπινα, ἀλλὰ θεάνθρωπα», Αναστ. Σιν.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ψιλός]] <span style="color: red;">+</span> [[ἄνθρωπος]].
}}
}}

Latest revision as of 06:29, 29 September 2017

Greek (Liddell-Scott)

ψῑλάνθρωπος: -ον, ψιλὸς ἄνθρωπος, μόνον ἄνθρωπος, ἀντίθετον τῷ θεάνθρωπος, οὐ ψιλάνθρωπα εἶχε τὰ ἀνθρώπινα, ἀλλὰ θεάνθρωπα Ἀναστ. Σιναΐτ. Ὁδηγ. σ. 242, 28.

Greek Monolingual

-ον, Μ
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται, απλώς, σε άνθρωπο, θεωρούμενο χωρίς καμιά άλλη ιδιότητα («οὐ ψιλάνθρωπα εἶχε τὰ ἀνθρώπινα, ἀλλὰ θεάνθρωπα», Αναστ. Σιν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ψιλός + ἄνθρωπος.