ψιλάνθρωπος

From LSJ

Ἐς δὲ τὰ ἔσχατα νουσήματα αἱ ἔσχαται θεραπεῖαι ἐς ἀκριβείην, κράτισται → But for extreme illnesses, extreme remedies, applied with severe exactitude, are the best (Hippocrates, Aphorism 6)

Source

Greek (Liddell-Scott)

ψῑλάνθρωπος: -ον, ψιλὸς ἄνθρωπος, μόνον ἄνθρωπος, ἀντίθετον τῷ θεάνθρωπος, οὐ ψιλάνθρωπα εἶχε τὰ ἀνθρώπινα, ἀλλὰ θεάνθρωπα Ἀναστ. Σιναΐτ. Ὁδηγ. σ. 242, 28.

Greek Monolingual

-ον, Μ
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται, απλώς, σε άνθρωπο, θεωρούμενο χωρίς καμιά άλλη ιδιότητα («οὐ ψιλάνθρωπα εἶχε τὰ ἀνθρώπινα, ἀλλὰ θεάνθρωπα», Αναστ. Σιν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ψιλός + ἄνθρωπος.