ἐνερόχρως: Difference between revisions
From LSJ
ἰσότης φιλότητα ἀπεργάζεται → equality leads to friendship
(big3_15) |
(12) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-ωτος<br />[[de tez mortecina]], [[cadavérico]], [[pálido]] prob. de un enamorado, Men.<i>Mis</i>.fr.11, de uno que frecuentaba la estoa, Alciphr.1.3.2, cf. Agath.2.23.6, <i>EM</i> 340.10G. | |dgtxt=-ωτος<br />[[de tez mortecina]], [[cadavérico]], [[pálido]] prob. de un enamorado, Men.<i>Mis</i>.fr.11, de uno que frecuentaba la estoa, Alciphr.1.3.2, cf. Agath.2.23.6, <i>EM</i> 340.10G. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ἐνερόχρως]], ο, η (Α)<br />αυτός που έχει [[χρώμα]] νεκρού, όψη νεκρική («[[ἑνός]]... ἀνυπόδητου καὶ ἐνερόχρωτος», Αλκίφρ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ένερος</i> <span style="color: red;">+</span> <i>χρως</i> «[[χρώμα]]»]. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:32, 29 September 2017
English (LSJ)
ωτος, ὁ, ἡ,
A cadaverous, Alciphr.1.3, Agath.2.23, EM 340.10.
German (Pape)
[Seite 839] ωτος, todtenfarbig, Alciphr. 1, 3.
Greek (Liddell-Scott)
ἐνερόχρως: -ωτος, ὁ, ἡ, ὁ ἔχων χροιὰν νεκροῦ, Ἀλκίφρ. 13.
Spanish (DGE)
-ωτος
de tez mortecina, cadavérico, pálido prob. de un enamorado, Men.Mis.fr.11, de uno que frecuentaba la estoa, Alciphr.1.3.2, cf. Agath.2.23.6, EM 340.10G.
Greek Monolingual
ἐνερόχρως, ο, η (Α)
αυτός που έχει χρώμα νεκρού, όψη νεκρική («ἑνός... ἀνυπόδητου καὶ ἐνερόχρωτος», Αλκίφρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ένερος + χρως «χρώμα»].