ἐπίχυμα: Difference between revisions
From LSJ
Λυποῦντα λύπει, καὶ φιλοῦνθ' ὑπερφίλει → Illata mala repende; amantem magis ama → Den kränke, der dich kränkt, und liebe den, der liebt
(6_21) |
(14) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἐπίχῠμα''': τό, ([[ἐπιχέω]]) [[ὑπόχυμα]], [[ἀμαύρωσις]] τῶν ὀφθαλμῶν, Σχόλ. ἐν Αἰσχύλ. Πρ. 499 πρὸς ἑρμηνείαν τῆς λέξεως ἐπάργεμα. | |lstext='''ἐπίχῠμα''': τό, ([[ἐπιχέω]]) [[ὑπόχυμα]], [[ἀμαύρωσις]] τῶν ὀφθαλμῶν, Σχόλ. ἐν Αἰσχύλ. Πρ. 499 πρὸς ἑρμηνείαν τῆς λέξεως ἐπάργεμα. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=το (AM [[ἐπίχυμα]])<br /><b>νεοελλ.</b><br />η βάπτιση με ραντισμό της Καθολικής Εκκλησίας (και όχι με [[κατάδυση]] στην κολυμπήθρα<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[επίχυση]], [[ασθένεια]] τών οφθαλμών που προκαλεί κακή, θαμπή όραση. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:32, 29 September 2017
English (LSJ)
ατος, τό, (ἐπιχέω) an eye-disease,
A = ὑπόχυμα, Sch.rec.A. Pr.499, Phlp. in de An.350.33. II extra amount of oil, PRyl.97.5 (ii A.D.).
German (Pape)
[Seite 1005] τό, Zuguß, Zufluß, Schol. Aesch. Prom. 499.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπίχῠμα: τό, (ἐπιχέω) ὑπόχυμα, ἀμαύρωσις τῶν ὀφθαλμῶν, Σχόλ. ἐν Αἰσχύλ. Πρ. 499 πρὸς ἑρμηνείαν τῆς λέξεως ἐπάργεμα.
Greek Monolingual
το (AM ἐπίχυμα)
νεοελλ.
η βάπτιση με ραντισμό της Καθολικής Εκκλησίας (και όχι με κατάδυση στην κολυμπήθρα
αρχ.-μσν.
επίχυση, ασθένεια τών οφθαλμών που προκαλεί κακή, θαμπή όραση.