ἐπιληστικός: Difference between revisions
From LSJ
δειναὶ δ' ἅμ' ἕπονται κῆρες ἀναπλάκητοι → and after him come dread spirits of death that never miss their mark
(6_11) |
(13) |
||
Line 4: | Line 4: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἐπιληστικός''': -ή, -όν, λησμονῶν, Εὐστ. Πονημ. 117. 79. | |lstext='''ἐπιληστικός''': -ή, -όν, λησμονῶν, Εὐστ. Πονημ. 117. 79. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ἐπιληστικός]], -ή, -όν (Μ)<br />αυτός που λησμονεί.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>επί</i> <span style="color: red;">+</span> [[ληστικός]] (<span style="color: red;"><</span> [[λήστις]] «[[λησμονιά]]» <span style="color: red;"><</span> <i>λαθ</i>-<i>τις</i>, τ. που εμφανίζει το αορ. θ. <i>λαθ</i>- του ρ. [[λανθάνω]]. Πρβλ. αόρ. β’ <i>έ</i>-<i>λαθ</i>-<i>ον</i>)]. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 06:33, 29 September 2017
German (Pape)
[Seite 958] ή, όν, vergessen machend, auch vergeßlich, Eust.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπιληστικός: -ή, -όν, λησμονῶν, Εὐστ. Πονημ. 117. 79.
Greek Monolingual
ἐπιληστικός, -ή, -όν (Μ)
αυτός που λησμονεί.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ληστικός (< λήστις «λησμονιά» < λαθ-τις, τ. που εμφανίζει το αορ. θ. λαθ- του ρ. λανθάνω. Πρβλ. αόρ. β’ έ-λαθ-ον)].