αἰσχυντηλία: Difference between revisions

From LSJ

Ξένῳ δὲ σιγᾶν κρεῖττον ἢ κεκραγέναι → Silere quam clamare peregrinum decet → für Fremde ist zu schweigen besser als zu schrein

Menander, Monostichoi, 401
(big3_2)
(2)
Line 18: Line 18:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-ας, ἡ<br />[[timidez]], [[carácter vergonzoso]] αἰσχυντηλίαν μὲν ἀναισχυντίᾳ φεύγειν Plu.2.66c, ὀργιλότης [[αἰσχυντηλία]] θαρραλεότης Plu.2.443d.
|dgtxt=-ας, ἡ<br />[[timidez]], [[carácter vergonzoso]] αἰσχυντηλίαν μὲν ἀναισχυντίᾳ φεύγειν Plu.2.66c, ὀργιλότης [[αἰσχυντηλία]] θαρραλεότης Plu.2.443d.
}}
{{grml
|mltxt=[[αἰσχυντηλία]], η (Α) [[αἰσχυντηλός]]<br />[[αιδημοσύνη]], [[ντροπαλότητα]], [[συστολή]].
}}
}}

Revision as of 06:34, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: αἰσχυντηλία Medium diacritics: αἰσχυντηλία Low diacritics: αισχυντηλία Capitals: ΑΙΣΧΥΝΤΗΛΙΑ
Transliteration A: aischyntēlía Transliteration B: aischyntēlia Transliteration C: aischyntilia Beta Code: ai)sxunthli/a

English (LSJ)

ἡ,

   A bashfulness, Plu.2.66c.

Greek (Liddell-Scott)

αἰσχυντηλία: ἡ, αἰδημοσύνη, Πλούτ. 2. 66C.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
pudeur, modestie.
Étymologie: αἰσχυντηλός.

Spanish (DGE)

-ας, ἡ
timidez, carácter vergonzoso αἰσχυντηλίαν μὲν ἀναισχυντίᾳ φεύγειν Plu.2.66c, ὀργιλότης αἰσχυντηλία θαρραλεότης Plu.2.443d.

Greek Monolingual

αἰσχυντηλία, η (Α) αἰσχυντηλός
αιδημοσύνη, ντροπαλότητα, συστολή.