ἠνεμόφωνος: Difference between revisions

From LSJ

τῶν γὰρ μετρίων πρῶτα μὲν εἰπεῖν τοὔνομα νικᾷ → the first mention of the word moderation wins the game (Euripides, Medea 125f.)

Source
(6_17)
(16)
 
Line 4: Line 4:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἠνεμόφωνος''': -ον, ἠχῶν ὡς ὁ [[ἄνεμος]], Ἰω. Γαζ.
|lstext='''ἠνεμόφωνος''': -ον, ἠχῶν ὡς ὁ [[ἄνεμος]], Ἰω. Γαζ.
}}
{{grml
|mltxt=[[ἠνεμόφωνος]], -ον (Α)<br />(<b>ποιητ. τ.</b>) αυτός που φωνάζει ή ηχεί σαν τον άνεμο, που έχει βουερή [[φωνή]] ή βουερό ήχο.
}}
}}

Latest revision as of 06:35, 29 September 2017

German (Pape)

[Seite 1171] wie der Sturm tönend, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἠνεμόφωνος: -ον, ἠχῶν ὡς ὁ ἄνεμος, Ἰω. Γαζ.

Greek Monolingual

ἠνεμόφωνος, -ον (Α)
(ποιητ. τ.) αυτός που φωνάζει ή ηχεί σαν τον άνεμο, που έχει βουερή φωνή ή βουερό ήχο.