ἰθυφαλλικός: Difference between revisions
Οὐκ ἔστιν αἰσχρὸν ἀγνοοῦντα μανθάνειν → Non est inhonestum ea, quae nescis, discere → nicht schändlich ist's, dass einer lernt, was er nicht weiß
(6_11) |
(17) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἰθυφαλλικός''': -ή, -όν, ὁ ἀνήκων εἰς τὸν ἰθύφαλλον, [[εἶδος]] μέτρου, Ἡφαιστ.· τὰ ἰθυφαλλικά, ποιήματα ἐν τοιούτῳ μέτρῳ πεποιημένα, Διον. Ἁλ. π. Συνθ. 4. (ἰθυφάλλια [[εἶναι]] ἐσφαλμ. γραφ.), [[Πολυδ]]. Δ΄, 53. | |lstext='''ἰθυφαλλικός''': -ή, -όν, ὁ ἀνήκων εἰς τὸν ἰθύφαλλον, [[εἶδος]] μέτρου, Ἡφαιστ.· τὰ ἰθυφαλλικά, ποιήματα ἐν τοιούτῳ μέτρῳ πεποιημένα, Διον. Ἁλ. π. Συνθ. 4. (ἰθυφάλλια [[εἶναι]] ἐσφαλμ. γραφ.), [[Πολυδ]]. Δ΄, 53. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ἰθυφαλλικός]], -ή, -όν (Α) [[ιθύφαλλος]]<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον ιθύφαλλο<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «ἰθυφαλλικὸν [[μέτρον]]» — η τροχαϊκή βραχυκατάληκτη [[τετραποδία]] ή το τροχαϊκό βραχυκατάληκτο δίμετρο<br /><b>3.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τὰ ἰθυφαλλικά</i><br />ποιήματα σε ιθυφαλλικό [[μέτρο]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:36, 29 September 2017
English (LSJ)
ή, όν,
A ithyphallic, of metre, Heph.15.2, Hermog.Id.1.6; τὰ ἰ. poems in such metre, D.H.Comp.4 (ἰθυφάλλια codd.), Poll.4.53.
German (Pape)
[Seite 1246] ή, όν, zum ἰθύφαλλος gehörig, ithyphallisch, z. B. μέτρον, Hephaest.; τὰ ἰθ., Gedichte in diesem Metrum, Poll. 4, 53.
Greek (Liddell-Scott)
ἰθυφαλλικός: -ή, -όν, ὁ ἀνήκων εἰς τὸν ἰθύφαλλον, εἶδος μέτρου, Ἡφαιστ.· τὰ ἰθυφαλλικά, ποιήματα ἐν τοιούτῳ μέτρῳ πεποιημένα, Διον. Ἁλ. π. Συνθ. 4. (ἰθυφάλλια εἶναι ἐσφαλμ. γραφ.), Πολυδ. Δ΄, 53.
Greek Monolingual
ἰθυφαλλικός, -ή, -όν (Α) ιθύφαλλος
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον ιθύφαλλο
2. φρ. «ἰθυφαλλικὸν μέτρον» — η τροχαϊκή βραχυκατάληκτη τετραποδία ή το τροχαϊκό βραχυκατάληκτο δίμετρο
3. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ ἰθυφαλλικά
ποιήματα σε ιθυφαλλικό μέτρο.