ἱεράκειος: Difference between revisions
From LSJ
Καιροσκόπει (Καιρῷ σκόπει) τὰ πράγματ', ἄνπερ νοῦν ἔχῃς → Sanus es? Negotiorum observes tempora → Zur rechten Zeit tu alles, hast du nur Vernunft
(eksahir) |
(17) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{eles | {{eles | ||
|esgtx=[[de halcón]] | |esgtx=[[de halcón]] | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ἱεράκειος]], -εία, -ον (Α) [[ιέραξ]]<br />αυτός που αναφέρεται σε [[γεράκι]] ή μοιάζει με [[γεράκι]] («ἱεράκειον [[πρόσωπον]]»). | |||
}} | }} |
Revision as of 06:36, 29 September 2017
English (LSJ)
α, ον,
A of a hawk, πρόσωπον Porph. ap. Eus.PE3.12.
German (Pape)
[Seite 1240] habichtähnlich, Euseb.
Greek (Liddell-Scott)
ἱεράκειος: -α, -ον, ἀνήκων εἰς ἱέρακα ἢ ὅμοιος αὐτῷ, πρόσωπον Εὐσ. Εὐαγγ. Προπ. 116D.
Spanish
Greek Monolingual
ἱεράκειος, -εία, -ον (Α) ιέραξ
αυτός που αναφέρεται σε γεράκι ή μοιάζει με γεράκι («ἱεράκειον πρόσωπον»).