θυλακοειδής: Difference between revisions
From LSJ
εἶκε θυμοῦ καὶ μετάστασιν δίδου → retreat from your anger and allow yourself to change
(6_7) |
(17) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''θῡλᾰκοειδής''': -ές, [[ὅμοιος]] θυλάκῳ ἢ σάκκῳ, Ἀριστ. Ι. Ζ. 5. 11, 2. | |lstext='''θῡλᾰκοειδής''': -ές, [[ὅμοιος]] θυλάκῳ ἢ σάκκῳ, Ἀριστ. Ι. Ζ. 5. 11, 2. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ές (Α [[θυλακοειδής]], -ές)<br />όμοιος με θύλακο, με [[σακούλι]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>βοτ.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το θυλακοειδές</i><br />[[πτύχωση]] τών μεμβρανικών στιβάδων που υπάρχουν στο εσωτερικό τών χλωροπλαστών.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[θύλακος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>ειδής</i>]. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:36, 29 September 2017
English (LSJ)
ές,
A like a bag, Arist. HA543b13.
German (Pape)
[Seite 1222] ές, sackähnlich, Arist. H. A. 5, 11.
Greek (Liddell-Scott)
θῡλᾰκοειδής: -ές, ὅμοιος θυλάκῳ ἢ σάκκῳ, Ἀριστ. Ι. Ζ. 5. 11, 2.
Greek Monolingual
-ές (Α θυλακοειδής, -ές)
όμοιος με θύλακο, με σακούλι
νεοελλ.
βοτ. το ουδ. ως ουσ. το θυλακοειδές
πτύχωση τών μεμβρανικών στιβάδων που υπάρχουν στο εσωτερικό τών χλωροπλαστών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θύλακος + -ειδής].