ἱπποδρόμος: Difference between revisions

From LSJ

ἀφ' ἡμέρας γίνεσθαι ἐν τῷ Μουσείῳ → in the Museum from early in the day

Source
(Bailly1_3)
(18)
Line 4: Line 4:
{{bailly
{{bailly
|btext=ου (ὁ) :<br />soldat de cavalerie légère, <i>en Sicile</i>.<br />'''Étymologie:''' [[ἵππος]], [[δραμεῖν]].
|btext=ου (ὁ) :<br />soldat de cavalerie légère, <i>en Sicile</i>.<br />'''Étymologie:''' [[ἵππος]], [[δραμεῖν]].
}}
{{grml
|mltxt=ο (ΑΜ [[ἱππόδρομος]])<br />[[τόπος]] στον οποίο εκτελούνται ιππικοί αγώνες, αλλ. [[ιπποδρόμιο]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[δρόμος]] [[κατάλληλος]] για άρματα («λεῑος δ' [[ἱππόδρομος]] [[ἀμφίς]]», <b>Ομ. Ιλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἱππ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>δρομος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[δρόμος]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>αμμό</i>-<i>δρομος</i>, <i>ναυσί</i>-<i>δρομος</i> (<b>βλ.</b> και [[ιππόδρομος]])].
}}
}}

Revision as of 06:37, 29 September 2017

German (Pape)

[Seite 1259] ὁ, der Pferderenner, eine sicilische Art leichter Reiterei, Her. 7, 158.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
soldat de cavalerie légère, en Sicile.
Étymologie: ἵππος, δραμεῖν.

Greek Monolingual

ο (ΑΜ ἱππόδρομος)
τόπος στον οποίο εκτελούνται ιππικοί αγώνες, αλλ. ιπποδρόμιο
αρχ.
δρόμος κατάλληλος για άρματα («λεῑος δ' ἱππόδρομος ἀμφίς», Ομ. Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἱππ(ο)- + -δρομος (< δρόμος), πρβλ. αμμό-δρομος, ναυσί-δρομος (βλ. και ιππόδρομος)].