ἰσήγορος: Difference between revisions
From LSJ
ὅνος λύρας ἀκούει κινῶν τά ὦτα → a donkey hears the lyre and wiggles its ears, caviar to the general
(6_17) |
(18) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἰσήγορος''': -ον, ἔχων ἴσην ἐλευθερίαν ἐν τῷ λέγειν, [[Πολυδ]]. Ϛ,΄ 174. | |lstext='''ἰσήγορος''': -ον, ἔχων ἴσην ἐλευθερίαν ἐν τῷ λέγειν, [[Πολυδ]]. Ϛ,΄ 174. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ἰσήγορος]], -ον (Α)<br />αυτός που έχει ίση [[ελευθερία]] λόγου, που έχει ίσα δικαιώματα λόγου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἰσ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>ήγορος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ἀγορά]]) —το <i>η</i>- λόγω της συνθέσεως—, <b>[[πρβλ]].</b> <i>κατ</i>-<i>ήγορος</i>, <i>συν</i>-<i>ήγορος</i>]. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:37, 29 September 2017
English (LSJ)
ον,
A enjoying equal right of speech, freedom of speech, Poll.6.174.
German (Pape)
[Seite 1263] gleichberechtigt zu sprechen, Poll. 6, 174.
Greek (Liddell-Scott)
ἰσήγορος: -ον, ἔχων ἴσην ἐλευθερίαν ἐν τῷ λέγειν, Πολυδ. Ϛ,΄ 174.
Greek Monolingual
ἰσήγορος, -ον (Α)
αυτός που έχει ίση ελευθερία λόγου, που έχει ίσα δικαιώματα λόγου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο)- + -ήγορος (< ἀγορά) —το η- λόγω της συνθέσεως—, πρβλ. κατ-ήγορος, συν-ήγορος].