ἴχλα: Difference between revisions

From LSJ

ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ οὐ δέδεται → the word of God will not be dishonoured, the word of God will not be dishonored

Source
(6_4)
(18)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἴχλα''': «κίχλα» Ἡσύχ.
|lstext='''ἴχλα''': «κίχλα» Ἡσύχ.
}}
{{grml
|mltxt=[[ἴχλα]], ἡ (Α)<br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «[[κίχλα]]».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Η λ. αποτελεί «[[γλώσσα]]» του <b>Ησύχ.</b> και συνδέεται πιθ. με τη λ. [[κίχλα]] «[[είδος]] θαλάσσιου ψαριού»].
}}
}}

Revision as of 06:37, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἴχλα Medium diacritics: ἴχλα Low diacritics: ίχλα Capitals: ΙΧΛΑ
Transliteration A: íchla Transliteration B: ichla Transliteration C: ichla Beta Code: i)/xla

English (LSJ)

κίχλα, Hsch. ἴχματα· ἴχνια, Id. (Perh. for ἴθματα.)

Greek (Liddell-Scott)

ἴχλα: «κίχλα» Ἡσύχ.

Greek Monolingual

ἴχλα, ἡ (Α)
(κατά τον Ησύχ.) «κίχλα».
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Η λ. αποτελεί «γλώσσα» του Ησύχ. και συνδέεται πιθ. με τη λ. κίχλα «είδος θαλάσσιου ψαριού»].