κίχλα
λογισάμενος ὅτι καὶ ἐκ νεκρῶν ἐγεῖραι δυνατὸς ὁ Θεός → in the belief that God was able to raise him up from the dead
Greek Monolingual
και κίχλη, ή (AM κίχλη και κίχλα, Α δωρ. τ. κιχήλα)
το ωδικό πτηνό τσίχλα («Συρακόσιοι δὲ τὰς κίχλας κιχήλας λέγουσιν», Αθήν.)
αρχ.
είδος θαλάσσιου ψαριού.
[ΕΤΥΜΟΛ. Λέξη της λαϊκής γλώσσας με αναδιπλασιασμό, συγγενής του χελιδών. Ασαφής η ακριβής παραγωγή της. Ανάγεται σε ΙΕ ρίζα ghel-, προϊόν ηχομιμήσεως με σημ. «φωνάζω, θορυβώ», από την οποία προκύπτουν πολλά ρήματα με παρόμοια σημασία αλλά και πολλές ονομ. πουλιών στις ΙΕ γλώσσες. Το ρ. κιχλίζω ίσως να είναι μετονοματικό παρ. του κίχλα, ίσως όμως και να πρόκειται για παράλληλο ανεξάρτητο σχηματισμό από την ίδια ρίζα. Από το κίχλα προέκυψε το νεοελλ. τσίχλα με τσιτακισμό].
Translations
Afrikaans: lyster; Armenian: կեռնեխ; Aromanian: sturdzu, strudz; Belarusian: дрозд; Bulgarian: дрозд; Catalan: tord; Chinese Mandarin: 鶇, 鸫; Czech: drozd; Danish: drossel; Dutch: lijster; Esperanto: turdo; Estonian: rästas; Faroese: trøstur; Finnish: rastas; French: grive; Friulian: dordei; Galician: arnelo, chalra, malvís, tordo; Georgian: შაშვი; German: Drossel; Greek: τσίχλα; Ancient Greek: κίχλη; Hebrew: קִיכְלִי; Hungarian: rigó; Icelandic: þröstur; Ido: turdo; Interlingua: turdo; Irish: smólach; Italian: tordo; Japanese: 鶇; Korean: 지빠귀; Latgalian: strods; Latin: turdus; Latvian: strazds; Lithuanian: strãzdas; Low German: Liester, Drossel; Luxembourgish: Dréischel; Macedonian: дрозд; Mazanderani: تیکا; Neapolitan: marvizzo; Norman: graïve; Norwegian Bokmål: trost; Nynorsk: trast, trost; Occitan: tordre, tord; Old Norse: þrǫstr; Polish: drozd; Portuguese: tordo, sabiá; Romanian: sturz; Russian: дрозд; Scottish Gaelic: smeòrach; Serbo-Croatian: drȍzd, drozak, дрозд, дрозак; Sicilian: turdu; Slovak: drozd; Slovene: drozg; Sorbian Lower Sorbian: drozna; Spanish: tordo, mirlo, zorzal; Swedish: trast; Tagalog: pipit-tulog; Ukrainian: дрізд; Venetian: tordo; Welsh: bronfraith; Yiddish: דראָסל; Zulu: umunswi