καινόφιλος: Difference between revisions

From LSJ

κακὸς μὲν γὰρ ἑκὼν οὐδείς → no one is voluntarily wicked, no one is voluntarily bad

Source
(6_17)
(18)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''καινόφῐλος''': -ον, ὁ [[συχνάκις]] ἀλλάσσων, φίλους, «καινόφιλον λέγουσι τὸν μὴ τοῖς αὐτοῖς φίλοις χρώμενον ἀεὶ» Φώτ., Σουΐδ.
|lstext='''καινόφῐλος''': -ον, ὁ [[συχνάκις]] ἀλλάσσων, φίλους, «καινόφιλον λέγουσι τὸν μὴ τοῖς αὐτοῖς φίλοις χρώμενον ἀεὶ» Φώτ., Σουΐδ.
}}
{{grml
|mltxt=[[καινόφιλος]], -ον (Α)<br />αυτός που αλλάζει [[συχνά]] φίλους («καινόφιλον λέγουσι τὸν μὴ τοῑς αὐτοῑς φίλοις χρώμενον», λεξ. [[Σούδα]]).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[καινός]] <span style="color: red;">+</span> [[φίλος]]].
}}
}}

Revision as of 06:37, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καινόφῐλος Medium diacritics: καινόφιλος Low diacritics: καινόφιλος Capitals: ΚΑΙΝΟΦΙΛΟΣ
Transliteration A: kainóphilos Transliteration B: kainophilos Transliteration C: kainofilos Beta Code: kaino/filos

English (LSJ)

ον,

   A often changing one's friends, Phot., Suid.

German (Pape)

[Seite 1295] der seine Freunde oft wechselt, immer neue Freunde hat, Phot.

Greek (Liddell-Scott)

καινόφῐλος: -ον, ὁ συχνάκις ἀλλάσσων, φίλους, «καινόφιλον λέγουσι τὸν μὴ τοῖς αὐτοῖς φίλοις χρώμενον ἀεὶ» Φώτ., Σουΐδ.

Greek Monolingual

καινόφιλος, -ον (Α)
αυτός που αλλάζει συχνά φίλους («καινόφιλον λέγουσι τὸν μὴ τοῑς αὐτοῑς φίλοις χρώμενον», λεξ. Σούδα).
[ΕΤΥΜΟΛ. < καινός + φίλος].