κακίων: Difference between revisions

From LSJ

ὅρκους γυναικὸς εἰς ὕδωρ γράφω → the oaths of a woman I inscribe on water, I write a woman's oaths in water

Source
(Bailly1_3)
(18)
Line 7: Line 7:
{{bailly
{{bailly
|btext=<i>Cp. de</i> [[κακός]].
|btext=<i>Cp. de</i> [[κακός]].
}}
{{grml
|mltxt=[[κακίων]], -ον (Α)<br />συγκριτ. του [[κακός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κακός]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. συγκριτ. -<i>ίων</i> (<b>[[πρβλ]].</b> <i>αισχ</i>-<i>ίων</i>, <i>ηδ</i>-<i>ίων</i>)].
}}
}}

Revision as of 06:37, 29 September 2017

German (Pape)

[Seite 1298] ον, compar. zu κακός; ι ist bei Hom. u. Ep. kurz, bei den attischen Dichtern lang.

Greek (Liddell-Scott)

κᾰκίων: κάκιστος, ἀνώμαλ. Συγκρ. καὶ Ὑπερθ. τοῦ κακός.

French (Bailly abrégé)

Cp. de κακός.

Greek Monolingual

κακίων, -ον (Α)
συγκριτ. του κακός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κακός + κατάλ. συγκριτ. -ίων (πρβλ. αισχ-ίων, ηδ-ίων)].