θριγγός: Difference between revisions

From LSJ

Πέτρος Ἰουδαίοις τάδε πρῶτα τεθέσπικε πιστοῖς → Peter has laid down the following first writing for the Jewish faithful

Source
(Bailly1_3)
(17)
Line 4: Line 4:
{{bailly
{{bailly
|btext=οῦ (ὁ) :<br /><i>réc. c.</i> [[θριγκός]].
|btext=οῦ (ὁ) :<br /><i>réc. c.</i> [[θριγκός]].
}}
{{grml
|mltxt=[[θριγγός]], ὁ (Α)<br /><b>βλ.</b> [[θριγκός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Μτγν. τ. του [[θριγκός]]].
}}
}}

Revision as of 06:37, 29 September 2017

German (Pape)

[Seite 1218] Sp., weichere Formen für θριγκίον, θριγκός; – θριγγεῖον, Eum., ist f. l.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
réc. c. θριγκός.

Greek Monolingual

θριγγός, ὁ (Α)
βλ. θριγκός.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μτγν. τ. του θριγκός].