καλλιγένεθλος: Difference between revisions
From LSJ
Λήσειν διὰ τέλους μὴ δόκει πονηρὸς ὤν → Latere semper posse ne spera nocens → Gewiss nicht immer bleibst als Schuft du unentdeckt
(6_16) |
(18) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''καλλιγένεθλος''': -ον, [[καλῶς]] ἐσχηματισμένος, Ποιητὴς π. Βοταν. ΙΙ. ἐνεργ., ἔχων ὡραῖα τέκνα, Κόριννα 23, Πρόκλ. Ὕμν. εἰς Ἑκάτ. 1. | |lstext='''καλλιγένεθλος''': -ον, [[καλῶς]] ἐσχηματισμένος, Ποιητὴς π. Βοταν. ΙΙ. ἐνεργ., ἔχων ὡραῖα τέκνα, Κόριννα 23, Πρόκλ. Ὕμν. εἰς Ἑκάτ. 1. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[καλλιγένεθλος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> ο καλοσχηματισμένος, ο καλοφτειαγμένος<br /><b>2.</b> αυτός που έχει αποκτήσει ωραία [[παιδιά]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>καλλ</i>(<i>ι</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>γένεθλος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[γένεθλον]] «[[απόγονος]]»), <b>[[πρβλ]].</b> <i>αριστο</i>-<i>γένεθλος</i>, <i>πρεσβυ</i>-<i>γένεθλος</i>]. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:38, 29 September 2017
English (LSJ)
ον,
A beautifully formed, καρπός prob. in Poet.deherb.104. II Act., having a fair offspring, Corinn.23, Procl.H.6.1.
German (Pape)
[Seite 1309] schön gebärend, mit schönen Kin. dern, Procl. u. Corinn. bei Schol. Il. 2, 498.
Greek (Liddell-Scott)
καλλιγένεθλος: -ον, καλῶς ἐσχηματισμένος, Ποιητὴς π. Βοταν. ΙΙ. ἐνεργ., ἔχων ὡραῖα τέκνα, Κόριννα 23, Πρόκλ. Ὕμν. εἰς Ἑκάτ. 1.
Greek Monolingual
καλλιγένεθλος, -ον (Α)
1. ο καλοσχηματισμένος, ο καλοφτειαγμένος
2. αυτός που έχει αποκτήσει ωραία παιδιά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καλλ(ι)- + -γένεθλος (< γένεθλον «απόγονος»), πρβλ. αριστο-γένεθλος, πρεσβυ-γένεθλος].