κατασκέπω: Difference between revisions
From LSJ
Λεύσσετε, Θήβης οἱ κοιρανίδαι τὴν βασιλειδᾶν μούνην λοιπήν, οἷα πρὸς οἵων ἀνδρῶν πάσχω → See, you leaders of Thebes, what sorts of things I, its last princess, suffer at the hands of such men
(6_2) |
(19) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κατασκέπω''': [[κατασκεπάζω]], ἐσθήσεσι πολλαῖς κατ. τὸ [[σῶμα]] Ἀνθ. Π. 60, Μουσών. παρὰ Στοβ. 17. 57· ζωστῆρι κατ. ἄντυγα μαζοῦ αἰδομένη Νόνν. Δ. 2. 110. | |lstext='''κατασκέπω''': [[κατασκεπάζω]], ἐσθήσεσι πολλαῖς κατ. τὸ [[σῶμα]] Ἀνθ. Π. 60, Μουσών. παρὰ Στοβ. 17. 57· ζωστῆρι κατ. ἄντυγα μαζοῦ αἰδομένη Νόνν. Δ. 2. 110. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[κατασκέπω]] (Α)<br />[[κατασκεπάζω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:38, 29 September 2017
English (LSJ)
A = κατασκεπάζω, AP5.59 (Rufin.), Muson.Fr.19p.106H.
German (Pape)
[Seite 1378] = κατασκεπάζω; Muson. Stob. fl. 1, 84; Rufin. 6 (V, 60); Nonn. D. 2, 110.
Greek (Liddell-Scott)
κατασκέπω: κατασκεπάζω, ἐσθήσεσι πολλαῖς κατ. τὸ σῶμα Ἀνθ. Π. 60, Μουσών. παρὰ Στοβ. 17. 57· ζωστῆρι κατ. ἄντυγα μαζοῦ αἰδομένη Νόνν. Δ. 2. 110.
Greek Monolingual
κατασκέπω (Α)
κατασκεπάζω.