καρτός: Difference between revisions
κόραξ δ' ἐπαίνῳ καρδίην ἐχαυνώθη → the flattered crow was filled with pride, the flattered crow became elate in heart
(6_10) |
(19) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''καρτός''': -ή, -όν, ([[κείρω]]) κεκαρμένος, [[λεῖος]], κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὸ [[τραχύς]], ἐπὶ ὑφασμάτων ἢ ἱματίων, Συλλ. Ἐπιγρ. 155. 30, 42. ΙΙ. ὃν δύναταί τις νὰ κόψῃ εἰς τεμάχια ἢ κατατετμημένος, κ. [[κρόμμυον]], Λατ. sectile porrum, Γαλην.· οὕτω, τὸ καρτόν, ἀπολ., Γεωπ. 2. 6, 32. | |lstext='''καρτός''': -ή, -όν, ([[κείρω]]) κεκαρμένος, [[λεῖος]], κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὸ [[τραχύς]], ἐπὶ ὑφασμάτων ἢ ἱματίων, Συλλ. Ἐπιγρ. 155. 30, 42. ΙΙ. ὃν δύναταί τις νὰ κόψῃ εἰς τεμάχια ἢ κατατετμημένος, κ. [[κρόμμυον]], Λατ. sectile porrum, Γαλην.· οὕτω, τὸ καρτόν, ἀπολ., Γεωπ. 2. 6, 32. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[καρτός]], -ή, -όν (AM)<br /><b>1.</b> αυτός τον οποίο μπορεί [[κάποιος]] να κόψει σε τεμάχια<br /><b>2.</b> ο κομμένος σε τεμάχια<br /><b>αρχ.</b><br />ο κομμένος με τέτοιο τρόπο ώστε να [[είναι]] [[λείος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>καρ</i>-<i>τός</i> (<span style="color: red;"><</span> θ. <i>καρ</i>-, συνεσταλμένη μεταπτωτική [[βαθμίδα]] της ρίζας <i>κερ</i>- του [[κείρω]], <b>[[πρβλ]].</b> παθ. αόρ. <i>ε</i>-<i>κάρ</i>-<i>ην</i>) <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>τός</i> (<b>[[πρβλ]].</b> <i>θαυμασ</i>-<i>τός</i>, <i>κλυ</i>-<i>τός</i>)]. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:38, 29 September 2017
English (LSJ)
ή, όν, (κείρω)
A shorn smooth, opp. rough, of cloths, IG22.1514.40. II chopped, sliced, esp. of the leaves of the leek, πράσον κ. Dsc.2.149, Eup.2.123; also κ. κρόμμυα Gal.10.815; τὸ κ. abs., Gp.2.6.32. (On the accent v. Hdn.Gr.1.216.)
Greek (Liddell-Scott)
καρτός: -ή, -όν, (κείρω) κεκαρμένος, λεῖος, κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὸ τραχύς, ἐπὶ ὑφασμάτων ἢ ἱματίων, Συλλ. Ἐπιγρ. 155. 30, 42. ΙΙ. ὃν δύναταί τις νὰ κόψῃ εἰς τεμάχια ἢ κατατετμημένος, κ. κρόμμυον, Λατ. sectile porrum, Γαλην.· οὕτω, τὸ καρτόν, ἀπολ., Γεωπ. 2. 6, 32.
Greek Monolingual
καρτός, -ή, -όν (AM)
1. αυτός τον οποίο μπορεί κάποιος να κόψει σε τεμάχια
2. ο κομμένος σε τεμάχια
αρχ.
ο κομμένος με τέτοιο τρόπο ώστε να είναι λείος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καρ-τός (< θ. καρ-, συνεσταλμένη μεταπτωτική βαθμίδα της ρίζας κερ- του κείρω, πρβλ. παθ. αόρ. ε-κάρ-ην) + κατάλ. -τός (πρβλ. θαυμασ-τός, κλυ-τός)].