καταθερμαίνω: Difference between revisions
From LSJ
Νόμιζε γήμας δοῦλος εἶναι διὰ βίου → Uxore ducta vivere ut servus para → Nimm eine Frau und sei ihr Knecht ein Leben lang
(6_7) |
(19) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''καταθερμαίνω''': ἐπιτεταμ. ἀντὶ [[θερμαίνω]], Ὀρειβάσ. σ. 63 Matth. | |lstext='''καταθερμαίνω''': ἐπιτεταμ. ἀντὶ [[θερμαίνω]], Ὀρειβάσ. σ. 63 Matth. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[θερμαίνω]] (Α) [[κατάθερμος]]<br />[[θερμαίνω]] υπερβολικά. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:38, 29 September 2017
English (LSJ)
strengthd. for θερμαίνω, dub.l. in Philagr. ap. Orib. 5.21.1.
German (Pape)
[Seite 1349] verstärktes simplex, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
καταθερμαίνω: ἐπιτεταμ. ἀντὶ θερμαίνω, Ὀρειβάσ. σ. 63 Matth.
Greek Monolingual
θερμαίνω (Α) κατάθερμος
θερμαίνω υπερβολικά.