κηδωλός: Difference between revisions
From LSJ
ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν → love your neighbor as yourself, thou shalt love thy neighbour as thyself, love thy neighbour as thyself
(6_4) |
(20) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κηδωλός''': «ὁ φροντίζων καὶ κηδόμενος ὅλων» Σουΐδ. | |lstext='''κηδωλός''': «ὁ φροντίζων καὶ κηδόμενος ὅλων» Σουΐδ. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[κηδωλός]] (Α)<br />([[κατά]] το λεξ. [[Σούδα]]) «ὁ φροντίζων καὶ κηδόμενος ὅλων».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κήδω]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ωλός</i> (<b>[[πρβλ]].</b> <i>αμαρτ</i>-<i>ωλός</i>, <i>φειδ</i>-<i>ωλός</i>)]. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:40, 29 September 2017
English (LSJ)
ὁ φροντίζων καὶ κηδόμενος ὅλων, Suid.
German (Pape)
[Seite 1430] sorgend, = κηδόμενος, Suid.
Greek (Liddell-Scott)
κηδωλός: «ὁ φροντίζων καὶ κηδόμενος ὅλων» Σουΐδ.
Greek Monolingual
κηδωλός (Α)
(κατά το λεξ. Σούδα) «ὁ φροντίζων καὶ κηδόμενος ὅλων».
[ΕΤΥΜΟΛ. < κήδω + κατάλ. -ωλός (πρβλ. αμαρτ-ωλός, φειδ-ωλός)].