κρεουργία: Difference between revisions
From LSJ
Ῥῦσέ με δεινῶν νοσημάτων, ἱερώτατε, ἱερωσύνην συναρμόσας ἐν χαρᾷ και ἐπιστήμης τὸ πολύτιμον κεφάλαιον → Deliver me from grievous afflictions, most holy one, joining sanctity together in joy with the precious fountainhead of knowledge
(Bailly1_3) |
(21) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ας (ἡ) :<br />dépècement de la chair, de la viande.<br />'''Étymologie:''' [[κρεουργός]]. | |btext=ας (ἡ) :<br />dépècement de la chair, de la viande.<br />'''Étymologie:''' [[κρεουργός]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=η (Α [[κρεουργία]]) [[κρεουργώ]]<br />[[κόψιμο]] κρέατος σε τεμάχια<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[ανηλεής]] [[σφαγή]] ανθρώπων. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:40, 29 September 2017
English (LSJ)
ἡ,
A cutting up, butchering, Πέλοπος Luc. Salt.54.
Greek (Liddell-Scott)
κρεουργία: ἡ, τὸ κρεουργεῖν, τὸ κόψιμον εἰς κομμάτια, ἡ Πέλοπος κρεουργία Λουκ. περὶ Ὀρχήσ. 54.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
dépècement de la chair, de la viande.
Étymologie: κρεουργός.
Greek Monolingual
η (Α κρεουργία) κρεουργώ
κόψιμο κρέατος σε τεμάχια
νεοελλ.
ανηλεής σφαγή ανθρώπων.