κώδιον: Difference between revisions
Μέγ' ἐστὶ κέρδος, εἰ διδάσκεσθαι μάθῃς → Doceri si didiceris, est magnum lucrum → Es ist ein großer Vorteil, wenn du lernen lernst
(6_22) |
(22) |
||
Line 4: | Line 4: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κώδιον''': τό, ὑποκορ. τοῦ [[κῶας]], «προβιά», δορὰ προβάτου [[μετὰ]] τοῦ ἐρίου, χρησιμεύουσα ὡς [[στρωμνή]], Ἀριστοφ. Ἱππ. 400, Βάτρ. 1478, Πλάτ. Πρωτ. 315D, κτλ. Ὁ Meineke γράφει κῴδιον παρ’ Ἀθην. 478C. | |lstext='''κώδιον''': τό, ὑποκορ. τοῦ [[κῶας]], «προβιά», δορὰ προβάτου [[μετὰ]] τοῦ ἐρίου, χρησιμεύουσα ὡς [[στρωμνή]], Ἀριστοφ. Ἱππ. 400, Βάτρ. 1478, Πλάτ. Πρωτ. 315D, κτλ. Ὁ Meineke γράφει κῴδιον παρ’ Ἀθην. 478C. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[κώδιον]], τὸ (ΑM, Α και [[κῴδιον]])<br />[[δέρμα]] προβάτου, [[προβιά]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> το χρυσόμαλλο [[δέρας]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «Δῑον [[κῴδιον]]» — [[δέρμα]] κριαριού που χρησιμοποιούνταν σε εξαγνιστικές ιεροτελεστίες.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο τ. [[κῴδιον]] <span style="color: red;"><</span> θ. <i>κω</i>- του [[κῶας]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -[[ίδιον]], της οποίας το -<i>ι</i>- υπογράφεται. Ο τ. [[κώδιον]] από το ίδιο θ. με κατάλ. -<i>διον</i>]. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:42, 29 September 2017
German (Pape)
[Seite 1540] τό, dim. zu κῶας, Fell, Schaaffell, bes. als Bettstück gebraucht; Ar. Pax 1088; προβάτων Arist. H. A. 8, 10; ὁ δέ γε πλύνει κώδια Ar. Plut. 166; Ran. 1474; komisch γενοίμην ἓν Κρατίνου κώδιον Equ. 400; ἐγκεκαλυμμένος ἐν κώδίοις τισὶ καὶ στρώμασι Plat. Prot. 315 d; περιέζωνται μικρὰ κώδια Strab. XVII, 822; Sp.; – τὸ χρυσοῦν κώδιον, Luc. Gall. 1. – Wahrscheinlich κῴδιον statt κωΐδιον, u. dah. der Accent.
Greek (Liddell-Scott)
κώδιον: τό, ὑποκορ. τοῦ κῶας, «προβιά», δορὰ προβάτου μετὰ τοῦ ἐρίου, χρησιμεύουσα ὡς στρωμνή, Ἀριστοφ. Ἱππ. 400, Βάτρ. 1478, Πλάτ. Πρωτ. 315D, κτλ. Ὁ Meineke γράφει κῴδιον παρ’ Ἀθην. 478C.
Greek Monolingual
κώδιον, τὸ (ΑM, Α και κῴδιον)
δέρμα προβάτου, προβιά
αρχ.
1. το χρυσόμαλλο δέρας
2. φρ. «Δῑον κῴδιον» — δέρμα κριαριού που χρησιμοποιούνταν σε εξαγνιστικές ιεροτελεστίες.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. κῴδιον < θ. κω- του κῶας + κατάλ. -ίδιον, της οποίας το -ι- υπογράφεται. Ο τ. κώδιον από το ίδιο θ. με κατάλ. -διον].