λάμπουρις: Difference between revisions
From LSJ
Menander, Monostichoi, 483
(6_12) |
(22) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''λάμπουρις''': -ιδος, ἡ, ([[οὐρά]]), [[ἀλώπηξ]], Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 397, πρβλ. Λυκόφρ. 344, 1393· περὶ τοῦ τονισμοῦ ἴδε Μέγ. Ἐτυμ. 474. 4. ΙΙ. διάφ. γραφὴ ἀντὶ λαμπυρὶς παρὰ Σουΐδ. ἐν λέξ. [[πυριλαμπίς]]. | |lstext='''λάμπουρις''': -ιδος, ἡ, ([[οὐρά]]), [[ἀλώπηξ]], Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 397, πρβλ. Λυκόφρ. 344, 1393· περὶ τοῦ τονισμοῦ ἴδε Μέγ. Ἐτυμ. 474. 4. ΙΙ. διάφ. γραφὴ ἀντὶ λαμπυρὶς παρὰ Σουΐδ. ἐν λέξ. [[πυριλαμπίς]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[λάμπουρις]], -ιδος, ἡ (Α)<br /><b>1.</b> η [[αλεπού]]<br /><b>2.</b> (δ. γρφ. του [[λαμπυρίς]]) η [[πυγολαμπίδα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>λάμπρ</i>-<i>ουρις</i>, με [[ανομοίωση]], <span style="color: red;"><</span> [[λαμπρός]] <span style="color: red;">+</span> [[οὐρά]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:42, 29 September 2017
English (LSJ)
ιδος, ἡ, (οὐρά)
A fox, A.Fr.433, Lyc.344, 1393 (on the accent v. EM474.4). II v.l. for λαμπυρίς in Suid.s.v. πυριλαμπίς.
Greek (Liddell-Scott)
λάμπουρις: -ιδος, ἡ, (οὐρά), ἀλώπηξ, Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 397, πρβλ. Λυκόφρ. 344, 1393· περὶ τοῦ τονισμοῦ ἴδε Μέγ. Ἐτυμ. 474. 4. ΙΙ. διάφ. γραφὴ ἀντὶ λαμπυρὶς παρὰ Σουΐδ. ἐν λέξ. πυριλαμπίς.
Greek Monolingual
λάμπουρις, -ιδος, ἡ (Α)
1. η αλεπού
2. (δ. γρφ. του λαμπυρίς) η πυγολαμπίδα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λάμπρ-ουρις, με ανομοίωση, < λαμπρός + οὐρά.