κυβερνῆτις: Difference between revisions
From LSJ
Θνητὸς πεφυκὼς τοὐπίσω πειρῶ βλέπειν → Homo natus id, quod instat, ut videas, age → Als sterblich Wesen mühe dich zu seh'n, was folgt
(6_12) |
(22) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κυβερνῆτις''': -ιδος, θηλ. τοῦ [[κυβερνήτης]], Ἕρμιππ. π. Ἀστρολογ. σ. 20 Bloch. | |lstext='''κυβερνῆτις''': -ιδος, θηλ. τοῦ [[κυβερνήτης]], Ἕρμιππ. π. Ἀστρολογ. σ. 20 Bloch. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[κυβερνῆτις]], -ιδος, ἡ (Α)<br /><b>βλ.</b> [[κυβερνήτης]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:42, 29 September 2017
English (LSJ)
ιδος, fem. of κυβερνήτης, epith. of Isis, POxy.1380.69 (ii A.D.).
Greek (Liddell-Scott)
κυβερνῆτις: -ιδος, θηλ. τοῦ κυβερνήτης, Ἕρμιππ. π. Ἀστρολογ. σ. 20 Bloch.
Greek Monolingual
κυβερνῆτις, -ιδος, ἡ (Α)
βλ. κυβερνήτης.