λεπτομέρεια: Difference between revisions

From LSJ

μωρία δίδωσιν ἀνθρώποις κακά → Inepta mens hominibus impertit mala → Die Torheit gibt den Menschen Unglück zum Geschenk

Menander, Monostichoi, 224
(6_11)
(23)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''λεπτομέρεια''': ἡ, τὸ συνίστασθαι ἐκ μικρῶν μερῶν, Τίμ. Λοκρ. 98Ε, Πλούτ. 2. 822Α.
|lstext='''λεπτομέρεια''': ἡ, τὸ συνίστασθαι ἐκ μικρῶν μερῶν, Τίμ. Λοκρ. 98Ε, Πλούτ. 2. 822Α.
}}
{{grml
|mltxt=η (AM [[λεπτομέρεια]] Α και λεπτομερία) [[λεπτομερής]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> μικρό, [[ιδίως]] δευτερεύον και επουσιώδες, [[μέρος]] ενός συνόλου («συζητήθηκαν οι λεπτομέρειες του νομοσχεδίου»)<br /><b>2.</b> <b>συν. στον πληθ.</b> <i>οι λεπτομέρειες</i><br />οι μερικότητες, τα επιμέρους, τα [[καθέκαστα]]<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «με [[κάθε]] [[λεπτομέρεια]]» — [[λεπτομερώς]], επακριβώς<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />το να αποτελείται [[κάτι]] από μικρά μέρη.
}}
}}

Revision as of 06:42, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λεπτομέρεια Medium diacritics: λεπτομέρεια Low diacritics: λεπτομέρεια Capitals: ΛΕΠΤΟΜΕΡΕΙΑ
Transliteration A: leptoméreia Transliteration B: leptomereia Transliteration C: leptomereia Beta Code: leptome/reia

English (LSJ)

ἡ,

   A a consisting of small particles, Ti.Locr.98e, Placit. 1.7.34, al.; of the soul, Epicur.Ep.1p.20U.

German (Pape)

[Seite 30] ἡ, das Bestehen aus seinen Theilen; Tim. Locr. 98 e; Plut.

Greek (Liddell-Scott)

λεπτομέρεια: ἡ, τὸ συνίστασθαι ἐκ μικρῶν μερῶν, Τίμ. Λοκρ. 98Ε, Πλούτ. 2. 822Α.

Greek Monolingual

η (AM λεπτομέρεια Α και λεπτομερία) λεπτομερής
νεοελλ.
1. μικρό, ιδίως δευτερεύον και επουσιώδες, μέρος ενός συνόλου («συζητήθηκαν οι λεπτομέρειες του νομοσχεδίου»)
2. συν. στον πληθ. οι λεπτομέρειες
οι μερικότητες, τα επιμέρους, τα καθέκαστα
3. φρ. «με κάθε λεπτομέρεια» — λεπτομερώς, επακριβώς
μσν.-αρχ.
το να αποτελείται κάτι από μικρά μέρη.