λιπόπολις: Difference between revisions

From LSJ

Δρυὸς πεσούσης πᾶς ἀνὴρ ξυλεύεται → Quercu cadente, nemo ignatu abstinet → Fiel erst die Eiche, holt ein jeder Mann sich Holz

Menander, Monostichoi, 123
(6_14)
(23)
 
Line 4: Line 4:
{{ls
{{ls
|lstext='''λῐπόπολις''': ὁ, ἡ, ὁ λιπὼν τὴν πόλιν, Ἡσύχ. ἐν λ. [[λιπερνής]].
|lstext='''λῐπόπολις''': ὁ, ἡ, ὁ λιπὼν τὴν πόλιν, Ἡσύχ. ἐν λ. [[λιπερνής]].
}}
{{grml
|mltxt=[[λιπόπολις]], -ιος, ο, η (Α)<br /><b>βλ.</b> [[λιπόπολις]].
}}
}}

Latest revision as of 06:43, 29 September 2017

German (Pape)

[Seite 52] in VLL. Erkl. von λιπερνής.

Greek (Liddell-Scott)

λῐπόπολις: ὁ, ἡ, ὁ λιπὼν τὴν πόλιν, Ἡσύχ. ἐν λ. λιπερνής.

Greek Monolingual

λιπόπολις, -ιος, ο, η (Α)
βλ. λιπόπολις.