λυγκούριον: Difference between revisions

From LSJ

καὶ κεραμεὺς κεραμεῖ κοτέει καὶ τέκτονι τέκτων, καὶ πτωχὸς πτωχῷ φθονέει καὶ ἀοιδὸς ἀοιδῷ → and potter is ill-disposed to potter, and carpenter to carpenter, and the beggar is envious of the beggar, the singer of the singer

Source
(Bailly1_3)
(23)
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ου (τό) :<br />ambre fossile.<br />'''Étymologie:''' [[λύγξ]]¹, [[οὐρέω]]¹.
|btext=ου (τό) :<br />ambre fossile.<br />'''Étymologie:''' [[λύγξ]]¹, [[οὐρέω]]¹.
}}
{{grml
|mltxt=[[λυγκούριον]], τὸ (Α)<br /><b>βλ.</b> [[λυγγούριον]].
}}
}}

Revision as of 06:43, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λυγκούριον Medium diacritics: λυγκούριον Low diacritics: λυγκούριον Capitals: ΛΥΓΚΟΥΡΙΟΝ
Transliteration A: lynkoúrion Transliteration B: lynkourion Transliteration C: lygkoyrion Beta Code: lugkou/rion

English (LSJ)

   A v. λυγγούριον.

Greek (Liddell-Scott)

λυγκούριον: λιγκούριον, ἢ λιγγούριον, τό, εἶδος πολυτίμου λίθου· κατά τινας εἶδος ὑπερύθρου ἠλέκτρου («κεχριμπαρίου»), ἀλλὰ πιθανώτερον ὁ παρὰ νεωτέροις ὑάκινθος (ἄλλος ἢ ὁ παρὰ παλαιοῖς (ἴδε τὴν λέξ. ὑάκινθος), Θεοφρ. π. Λίθ. 26, Διοσκ. 2. 100.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
ambre fossile.
Étymologie: λύγξ¹, οὐρέω¹.

Greek Monolingual

λυγκούριον, τὸ (Α)
βλ. λυγγούριον.