λευκόπρωκτος: Difference between revisions
From LSJ
(6_17) |
(23) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''λευκόπρωκτος''': -ον, ἔχων λευκὸν πρωκτόν, [[παίγνιον]] ἐπὶ τῶν λέξεων [[εὐρύπρωκτος]] και [[λευκός]] ΙΙ, [[ἔνθα]] ὑπονοεῖται καὶ ἡ [[ἔννοια]] τῆς δειλίας, Καλλίας ἐν «Πεδήταις» 1. | |lstext='''λευκόπρωκτος''': -ον, ἔχων λευκὸν πρωκτόν, [[παίγνιον]] ἐπὶ τῶν λέξεων [[εὐρύπρωκτος]] και [[λευκός]] ΙΙ, [[ἔνθα]] ὑπονοεῖται καὶ ἡ [[ἔννοια]] τῆς δειλίας, Καλλίας ἐν «Πεδήταις» 1. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[λευκόπρωκτος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που έχει [[λευκό]] πρωκτό<br /><b>2.</b> [[άνανδρος]], [[δειλός]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:44, 29 September 2017
English (LSJ)
ον,
A with white πρωκτός, a play on the words εὐρύπρωκτος and λευκός 11.1c, conveying a notion of cowardice, Call.Com.11 (s.v.l.).
German (Pape)
[Seite 34] mit weißem Hintern, Callias bei Schol. Ar. Av. 151, = λευκόπυγος, weibisch, feig.
Greek (Liddell-Scott)
λευκόπρωκτος: -ον, ἔχων λευκὸν πρωκτόν, παίγνιον ἐπὶ τῶν λέξεων εὐρύπρωκτος και λευκός ΙΙ, ἔνθα ὑπονοεῖται καὶ ἡ ἔννοια τῆς δειλίας, Καλλίας ἐν «Πεδήταις» 1.
Greek Monolingual
λευκόπρωκτος, -ον (Α)
1. αυτός που έχει λευκό πρωκτό
2. άνανδρος, δειλός.