μαριλοκαύτης: Difference between revisions
From LSJ
ἀγεωμέτρητος μηδεὶς εἰσίτω → no one ignorant of geometry may enter, let no one ignorant of geometry enter, let no one ignorant of geometry come in
(6_19) |
(24) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''μᾰρῑλοκαύτης''': -ου, ὁ, ὁ καίων ἢ κατασκευάζων ἄνθρακας, [[ἀνθρακεύς]], Σοφ. Ἀποσπ. 908. - «μαριλοσκαυτῶν· ἀνθρακευτῶν· [[μαρίλη]] γὰρ [[ἀπόψημα]] τῶν ἀνθράκων» Ἡσύχ. | |lstext='''μᾰρῑλοκαύτης''': -ου, ὁ, ὁ καίων ἢ κατασκευάζων ἄνθρακας, [[ἀνθρακεύς]], Σοφ. Ἀποσπ. 908. - «μαριλοσκαυτῶν· ἀνθρακευτῶν· [[μαρίλη]] γὰρ [[ἀπόψημα]] τῶν ἀνθράκων» Ἡσύχ. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[μαριλοκαύτης]], -ου, ὁ (Α)<br />αυτός που καίει ή παρασκευάζει [[μαρίλη]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μαρίλη]] <span style="color: red;">+</span> [[καύτης]] (<span style="color: red;"><</span> [[καίω]])]. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:46, 29 September 2017
English (LSJ)
ου, ὁ,
A charcoal-burner, S.Fr.1067 (prob. = Ichn.34, pl.).
Greek (Liddell-Scott)
μᾰρῑλοκαύτης: -ου, ὁ, ὁ καίων ἢ κατασκευάζων ἄνθρακας, ἀνθρακεύς, Σοφ. Ἀποσπ. 908. - «μαριλοσκαυτῶν· ἀνθρακευτῶν· μαρίλη γὰρ ἀπόψημα τῶν ἀνθράκων» Ἡσύχ.
Greek Monolingual
μαριλοκαύτης, -ου, ὁ (Α)
αυτός που καίει ή παρασκευάζει μαρίλη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μαρίλη + καύτης (< καίω)].