μεσάραιον: Difference between revisions
From LSJ
πάρειμι δ' ἄκων οὐχ ἑκοῦσιν, οἶδ' ὅτι → I'm here unwilling, before those who don't want me, I'm sure
(6_1) |
(24) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''μεσάραιον''': (ἐνν. δέρμα) τό, = [[μεσεντέριον]], Ἀλέξανδρ. Τραλ., ἴδε Greenhill. εἰς Θεοφίλ. σ. 77. - μεσαραϊκαὶ φλέβες Μελέτ. ἐν Ὀξ. Ἀνεκδ. τ. 3. σ. 100. | |lstext='''μεσάραιον''': (ἐνν. δέρμα) τό, = [[μεσεντέριον]], Ἀλέξανδρ. Τραλ., ἴδε Greenhill. εἰς Θεοφίλ. σ. 77. - μεσαραϊκαὶ φλέβες Μελέτ. ἐν Ὀξ. Ἀνεκδ. τ. 3. σ. 100. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[μεσάραιον]], το (ΑM)<br />το [[μεσεντέριο]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:47, 29 September 2017
English (LSJ)
(sc. δέρμα), τό,
A = μεσεντέριον, Gal.2.561, Ruf.Anat. 50: pl., Steph. in Hp.1.134 D.:—hence Adj. μεσ-αραϊκαὶ φλέβες ib. 139 D.
German (Pape)
[Seite 136] τό, = μεσεντέριον, das Gekröse, sp. Medic., auch adj. μεσαραϊκός
Greek (Liddell-Scott)
μεσάραιον: (ἐνν. δέρμα) τό, = μεσεντέριον, Ἀλέξανδρ. Τραλ., ἴδε Greenhill. εἰς Θεοφίλ. σ. 77. - μεσαραϊκαὶ φλέβες Μελέτ. ἐν Ὀξ. Ἀνεκδ. τ. 3. σ. 100.
Greek Monolingual
μεσάραιον, το (ΑM)
το μεσεντέριο.