μικρόνοια: Difference between revisions
From LSJ
Καὶ τῶν λεγόντων εὖ καλὸν τὸ μανθάνειν → It is a fine thing to learn from those who speak well
(6_10) |
(25) |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''μικρόνοια''': ἡ, μικρὸς [[νοῦς]], Κινναμ. σ. 100Β. | |lstext='''μικρόνοια''': ἡ, μικρὸς [[νοῦς]], Κινναμ. σ. 100Β. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=η (Μ [[μικρόνοια]])<br /><b>1.</b> [[στενοκεφαλιά]]<br /><b>2.</b> διανοητική [[καθυστέρηση]] ή [[ανεπάρκεια]] η οποία χαρακτηρίζεται από ελλιπή [[κρίση]], [[νωθρότητα]] σκέψης.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μικρ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>νοια</i> (<span style="color: red;"><</span> -[[νους]])]. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 06:47, 29 September 2017
Greek (Liddell-Scott)
μικρόνοια: ἡ, μικρὸς νοῦς, Κινναμ. σ. 100Β.
Greek Monolingual
η (Μ μικρόνοια)
1. στενοκεφαλιά
2. διανοητική καθυστέρηση ή ανεπάρκεια η οποία χαρακτηρίζεται από ελλιπή κρίση, νωθρότητα σκέψης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μικρ(ο)- + -νοια (< -νους)].