μικρόνοια

From LSJ

ἄμεικτον ἑαυτοῖς καταστῆσαι → refuse to admit him to their society

Source

Greek (Liddell-Scott)

μικρόνοια: ἡ, μικρὸς νοῦς, Κινναμ. σ. 100Β.

Greek Monolingual

η (Μ μικρόνοια)
1. στενοκεφαλιά
2. διανοητική καθυστέρηση ή ανεπάρκεια η οποία χαρακτηρίζεται από ελλιπή κρίση, νωθρότητα σκέψης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μικρ(ο)- + -νοια (< -νους)].